- στομφαστικός
- -ή, -όν, Μ [στομφάζω]φρ. «στομφαστικός ὄγκος» — στομφώδης τρόπος ομιλίας με λέξεις που γεμίζουν το στόμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στομφαστικόν — στομφαστικός mouth filling masc acc sg στομφαστικός mouth filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικαῖς — στομφαστικός mouth filling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικοῖς — στομφαστικός mouth filling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικῶς — στομφαστικός mouth filling adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)